-
1 κάτ-αγμα
κάτ-αγμα, τό, Il ἰκατάγνυμι), der Bruch, Diosc. u. a. sp. Med., ion. κάτηγμα, Hippocr. – 2) ( κατάγω) die zum Spinnen fertig gemachte, gekrempelte Wolle, VLL. erkl. ἐρίου κατάσπασμα; Soph. τί γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως τῆς οἰὸς ἐς μέσην φλόγα, übh. Wolle, Trach. 692; vgl. Ar. Lys. 583; Philyll. Poll. 7, 29; Plat. Polit. 282 e τῶν περὶ ξαντικὴν ἔργων μηκυνϑέν τε καὶ σχὸν πλάτος λέγομεν εἶναι κάταγμά τι.
См. также в других словарях:
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek